- πεφραγμένως
- Αεπίρρ.1. με προφύλαξη2. προβάλλοντας ισχυρή άμυνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφραγμένος τού φράσσω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεφραγμένως — φράσσω fence in perf part mp masc acc pl (doric) φράζω point out perf part mp masc acc pl (doric) πεφραγμένως guardedly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)